ἀναμφισβήτητος

ἀναμφισβήτητος
ἀναμφισβήτητος, ον ([comp] Comp. written
A

ἀναμφισβητότερον Dam.Pr. 136

; cf.

ἀναφίσβητ' IG12(9).1273

iii 7), undisputed, indisputable,

ἀρχή Diog.Apoll.1

;

τεκμήρια Th.1.132

;

ἀριστεῖα Lys.2.43

;

ἀ. ἡ κρίσις Arist.Pol.1283b5

; ἀ. καὶ φανερὰ ἡ ὑπεροχή ib.1332b20; ἀ. χώρα a place about which there is no dispute, i. e. well-known, X.Cyr.8.5.6.
II [voice] Act., of persons, without dispute or controversy,

ἀ. διετελέσαμεν Is.8.44

. Adv.

-τως Antipho 5.16

, Pl.Euthd.305d, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναμφισβήτητος — undisputed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμφισβήτητος — η, ο (Α ἀναμφισβήτητος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί 2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή …   Dictionary of Greek

  • αναμφισβήτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αμφισβητιέται, αδιαφιλονίκητος: Ήταν πια ο αναμφισβήτητος κύριος της περιουσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμφισβητήτως — ἀναμφισβήτητος undisputed adverbial ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβήτητον — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc sg ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητητότερα — ἀναμφισβήτητος undisputed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητητότεραι — ἀναμφισβήτητος undisputed fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτοις — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτου — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτους — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμφισβητήτων — ἀναμφισβήτητος undisputed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”